Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκείμενο
1 εγγραφή
υποκείμενο το [ipokímeno] Ο40 : 1.(γραμμ.) η λέξη που φανερώνει για ποιον γίνεται λόγος μέσα στην πρόταση: Tο λογικό ~ της πρότασης δε συμπίπτει πάντοτε με το γραμματικό της ~. 2. ο άνθρωπος ως άτομο, ως μονάδα στην οποία αναφέρεται μια έρευνα, μια στατιστική κτλ. (λόγ. έκφρ.) εξ υποκειμένου, υποκειμενικά. || (μειωτ.) άνθρωπος αχρείος: Aισχρό / ύποπτο ~. Δε θέλω να έχω σχέσεις με αυτό το ~.

[λόγ. < αρχ. ὑποκείμενον `λογικό υποκείμενο΄ & σημδ. γαλλ. sujet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες