Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερπαραγωγή η [iperparaγojí] Ο29 : I.παραγωγή ενός προϊόντος σε ποσότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες ή τη ζήτηση της αγοράς. II. κινηματογραφικό έργο, παραγωγή που έχει κοστίσει πάρα πολλά χρήματα και συνήθ. προσφέρει ένα φαντασμαγορικό θέαμα: Xολιγουντιανή ~.
[λόγ. υπερ- + παραγωγή μτφρδ. αγγλ. overproduction ή γαλλ. surproduction]