Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υνί
1 εγγραφή
υνί το [iní] Ο43 : μεταλλικό εξάρτημα του αρότρου, αιχμηρή μεταλλική πλάκα: Tο ~ χώθηκε βαθιά μέσα στο χώμα.

[μσν. *υνίον < ελνστ. ὕν(ιον) -ίον υποκορ. του ελνστ. ὕνις ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες