Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιρότο
1 εγγραφή
τσιρότο το [tsiróto] Ο39 : α. (οικ.) λευκοπλάστης. β. είδος εμπλάστρου.

[αντδ. < ιταλ. cerotto ( [er > ir] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός - μερί) < υστλατ. cerotum `αλοιφή από κερί΄ < ελνστ. *κηρωτόν < αρχ. κηρωτή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες