Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμεντένια
1 εγγραφή
τσιμεντένιος -α -ο [tsimendénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από τσιμέντο, από μπετόν: Ο ~ όγκος του εργοστασίου. Tσιμεντένια σκάλα / κολόνα. || Οι σύγχρονες τσιμεντένιες πόλεις, τσιμεντουπόλεις.

[τσιμέντ(ο) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες