Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσέρι
1 εγγραφή
τσέρι το [tséri] Ο (άκλ.) : λικέρ από κεράσια.

[αντδ. < αγγλ. cherry(-brandy) (< γαλλ. < λατ. < αρχ. κέρασος `κερασιά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες