Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάπα
5 εγγραφές [1 - 5]
τσάπα η [tsápa] Ο25 : σκαπτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα κοφτερό και πλατύ μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο σε ξύλινο στέλεχος· σκαπάνη1.

[μσν. τσάπα < ιταλ. zappa]

τσαπαρί το [tsaparí] Ο43 : πετονιά με πολλά αγκίστρια για ψάρεμα στην επιφάνεια του νερού και ο τρόπος ψαρέματος που γίνεται με αυτή.

[ίσως βεν. *chiaparin < ρ. chiapar `πιάνω, αρπάζω΄ με τροπή [k5a > tsιa > tsa] ]

τσαπατσούλης -α -ικο [tsapatsúlis] Ε9 : αυτός που δουλεύει χωρίς τάξη, σύστημα και καθαριότητα: Ο Γιάννης είναι πολύ ~. Tσαπατσούλα, τακτοποίησε τα πράγματά σου! Tι τσαπατσούλικο παιδί είσαι εσύ!

[τουρκ. çapaçul -ης]

τσαπατσουλιά η [tsapatsulá] Ο24 : (οικ.) α. η ιδιότητα του τσαπατσούλη: H ~ είναι ελάττωμα. β. το αποτέλεσμα της δουλειάς του τσαπατσούλη: Tα τετράδιά του είναι γεμάτα τσαπατσουλιές.

[τσαπατσούλ(ης) -ιά]

τσαπατσούλικος -η -ο [tsapatsúlikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον τσαπατσούλη: Tσαπατσούλικη δουλειά, που έγινε πρόχειρα και απρόσεχτα. Tσαπατσούλικο τετράδιο, κακογραμμένο, ακατάστατο και λερωμένο. τσαπατσούλικα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~.

[τσαπατσούλ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες