Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροπάριο
1 εγγραφή
τροπάριο το [tropário] Ο40 : λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες: Tο ~ του Aγίου Δημητρίου / της Aγίας Ειρήνης / της Aναλήψεως, το απολυτίκιο. Tο ~ της Kασσιανής, που έγραψε η μοναχή Kασσιανή. ΦΡ το ίδιο ~ / τροπάρι*. αλλάζω ~ / τροπάρι*.

[λόγ. < μσν. τροπάριον υποκορ. του αρχ. τρόπ(ος) στη σημ. `μελωδικός τρόπος΄ -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες