Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριτοβάθμιος
1 εγγραφή
τριτοβάθμιος -α -ο [tritováθmios] Ε6 : α. που έχει τον τρίτο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία: ~ δάσκαλος. β. που είναι της τρίτης, δηλαδή της ανώτερης βαθμίδας: Tριτοβάθμια εκπαίδευση / επιτροπή. || (μαθημ.) Tριτοβάθμια εξίσωση.

[λόγ. τριτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du troisième grade (degré)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες