Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριτοβάθμιος -α -ο [tritováθmios] Ε6 : α. που έχει τον τρίτο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία: ~ δάσκαλος. β. που είναι της τρίτης, δηλαδή της ανώτερης βαθμίδας: Tριτοβάθμια εκπαίδευση / επιτροπή. || (μαθημ.) Tριτοβάθμια εξίσωση.
[λόγ. τριτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du troisième grade (degré)]