Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραπεζίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
τραπεζίτης 1 ο [trapezítis] Ο10 : 1. ιδιοκτήτης ή βασικός μέτοχος σε μία ή σε περισσότερες τράπεζες. 2. (παρωχ.) διευθυντής σε τράπεζα.

[λόγ. < ελνστ. τραπεζίτης, αρχ. σημ.: `αργυραμοιβός΄]

τραπεζίτης 2 ο : καθένα από τα δόντια που βρίσκονται στο πίσω μέρος της επάνω και της κάτω γνάθου και που χρησιμεύουν στη μάσηση των τροφών· γομφίος.

[τραπέζ(ι) -ίτης (επειδή μοιάζει με τραπέζι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες