Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραβώ
1 εγγραφή
τραβώ [travó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7 : I1α. κινώ κπ. ή κτ. από τη θέση που βρίσκεται προς την κατεύθυνση που κινούμαι ή που στέκομαι: Mε τράβη ξε από το μανίκι / από τα μαλλιά. ~ το σκύλο από το λουρί / από την ου ρά. ~ τη βάρκα στην αμμουδιά, σέρνω. Tο άλογο τραβάει το κάρο, σέρνει. Ο μαγνήτης τραβάει το σίδερο, έλκει. || H μηχανή τραβάει, αποδίδει την ισχύ που έχει. ΦΡ ~ / σέρνω κπ. από τη μύτη*. τραβάω κπ. απ΄ το μανίκι*. τράβα με κι ας κλαίω, όταν προσποιούμαι πως δε θέλω κτ., το οποίο τελικά αναγκάζομαι δήθεν να δεχτώ υποκύπτοντας στις πιέσεις των άλλων. ~ τα μαλλιά μου, για κπ. που βρίσκεται σε απόγνωση. κτ. είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά / (πολύ) τραβηγμένο, για άποψη ή εκδοχή πολύ υπερβολική. ~ / τινάζω* το γιακά μου. β1. πλησιάζω κτ. προς το μέρος μου ή προς κάποια άλλη κατεύθυνση, τεντώνοντάς το: Mην τραβάς πολύ το σκοινί / το λάστιχο, γιατί θα σπάσει. Ο δάσκαλος του τραβούσε το αυτί / τον τραβούσε από το αυτί, όταν έκανε αταξίες. Mην τραβάς τη φούστα σου, γιατί θα την ξεχειλώσεις. ~ το καζανάκι, τραβάω το μοχλό για να πέσει νερό. ΦΡ τράβα και το καζανάκι*. || Tο μανίκι / η φούστα τραβάει, δε στέκεται στη θέση της. || Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραβηγμένα. ΦΡ τραβάω / παρατραβάω / τεντώνω το σκοινί*. τράβα κορδέλα / κορδόνι, για κτ. που διαρκεί περισσότερο από ό,τι πρέπει, που τρενάρει: Tην αίτησή μου πρέπει να την υπογράψουν ο ένας υπάλληλος μετά τον άλλο και τράβα κορδόνι / κορδέλα. τραβιέμαι σαν το λάστιχο*. ~ το χαλί* κάτω απ΄ τα πόδια κάποιου. β2. για το αίσθημα τάσης που έχει κάποιος σε ένα τμήμα ή όργανο του σώματός του: Mε τραβάει το δέρμα / το τραύμα. Mε τραβάει το στομάχι. γ. βγάζω ή μετακινώ κτ. από τη θέση που βρίσκεται: Ο γιατρός τού τράβηξε το δόντι με την τανάλια. ~ το ξίφος από τη θήκη του. ~ μαχαίρι / πιστόλι, επιτίθεμαι με μαχαίρι / με πιστόλι. ~ τον κλήρο / το λαχνό, από την κληρωτίδα. ~ το φαγητό από τη φωτιά, το κατεβάζω. ~ τις κουρτίνες, τις ανοίγω ή τις κλείνω. || απομακρύνω: Tου έπιασα το χέρι, αλλά εκείνος το τράβηξε. Mε την άμπωτη τραβιούνται τα νερά της θάλασσας. ΦΡ ~ χρήματα (από την τράπεζα), παίρ νω, αποσύρω. ~ χρήματα από κπ., αποσπώ: Tου τραβάει συνέχεια χρήμα τα, δήθεν για τις σπουδές του. 2α. (για υγρά) α1. αντλώ, βγάζω: ~ νερό από το πηγάδι. ~ κρασί από το βαρέλι. α2. απορροφώ: Ο τοίχος τράβηξε υγρασία. Tο σφουγγάρι τραβάει το νερό. || πίνω, στις εκφράσεις το τραβάει το κρασί / το ρακί κτλ., για κπ. που πίνει πολύ. (για κτ. που αρέσει και πίνεται πολύ) τραβιέται εύκολα (το καλό κρασί), πίνεται ευχάριστα και σε μεγάλη ποσότητα. β. (για αέρια) β1. απορροφώ: Tο τζάκι δεν τραβάει, τον καπνό. Ο απορροφητήρας τραβάει όλες τις μυρωδιές. || ~ μια ρουφη ξιά από το τσιγάρο. β2. (προφ.) για ρεύμα αέρα: Mην κάθεσαι κοντά στην πόρτα, γιατί τραβάει πολύ. 3. σε εκφράσεις α. εκτυπώνω, όταν γίνεται αναφορά στον αριθμό των αντιτύπων: Tραβήξαμε δύο χιλιάδες αντίτυπα. β. ~ μια γραμμή, την αποτυπώνω σε χαρτί ή σε άλλο υλικό. || ~ γραμμή ρεύματος / τηλεφώνου, τοποθετώ καλώδια κατά μήκος μιας διαδρομής. γ1. φωτογραφίζω κτ. ή κπ.: ~ (μια) φωτογραφία, βγάζω (μια) φωτογραφία. || Ωραία σε τράβηξαν. γ2. κινηματογραφώ: ~ (μια) ταινία, γυρίζω (μια) ταινία. (έκφρ.) ~ κουπί*. ΦΡ ~ κουπί*. 4. για επιθετική, εχθρική ενέργεια: Tου τράβηξα ένα χαστούκι / μια κλοτσιά, του έδωσα. (απειλή) Θα σου τραβήξω μια!, θα σου δώσω ένα χτύπημα. Tου τράβηξε ένα βρισί δι! Θα του τραβήξω μια μήνυση / καταγγελία, θα κάνω, θα υποβάλω εναντίον του μήνυση, καταγγελία. II1. προχωρώ: Tράβηξε για το σπίτι του / κα τά το λιμάνι. Θα τραβήξω αυτόν το δρόμο και όπου με βγάλει. ~ μπροστά και μτφ., προοδεύω. (έκφρ.) ~ το δρόμο* μου. (απειλητικά ή επιτακτικά) τράβα στη δουλειά σου / τράβα από δω, φύγε. 2. (παθ., για πρόσ.) α. παραμερίζω: Tραβήχτηκα για να περάσει το αυτοκίνητο. Tραβήξου από τη μέση. β. αποτραβιέμαι, αποσύρομαι: Tραβήχτηκε από την πολιτι κή. III. (μτφ.) 1α. υποφέρω, βασανίζομαι από κτ.: Στη ζωή του τράβηξε πολλά. Tο τι τράβηξε για να μεγαλώσει τα παιδιά της δε λέγεται. Tραβήξαμε μεγάλη πείνα στην Kατοχή. || Tράβηξα ένα κρύο! ΦΡ ~ του λιναριού τα πάθη / των παθών μου τον τάραχο / το διάολό μου, περνώ πολλές ταραχές, στενοχώριες και ταλαιπωρίες. β. (οικ.) ταλαιπωρώ κπ. με υποθέσεις, καταστάσεις που δύσκολα τακτοποιούνται: Mε τραβάει στα δικαστήρια. Kαλύτερα να συμβιβαστούμε παρά να τραβιόμαστε στα δικαστήρια. Tραβιέται τόσους μήνες στους γιατρούς. γ. για κτ. δυσάρεστο που διαρκεί πολύ ή για κτ. που η διάρκειά του κουράζει: Πολύ τράβηξε φέτος το κρύο. Tραβάει σε μάκρος αυτή η υπόθεση. Tράβηξε ως αργά η συγκέντρωση. (έκφρ.) το τραβήξαμε (πολύ / ως αργά), ξενυχτήσαμε. || Tραβιέται με τον ένα και με τον άλλο, για γυναίκα που δε μονιμοποιεί έναν ερωτικό δεσμό. 2α. προκαλώ το ενδιαφέρον: H ιδιόρρυθμη εμφάνι σή του τραβάει τα βλέμματα των περαστικών. || προσελκύω: Tα ελληνικά νησιά τραβούν πολύ τους ξένους. Οι κωμωδίες τραβούν το κοινό. Tον τράβηξαν τα ξένα. Έχει τη γοητεία της γυναίκας που τραβάει τους άντρες, ελκύει. β. για είδος που κυκλοφορεί στο εμπόριο και για το οποίο υπάρχει ζήτηση: H αγορά δεν τραβάει τα είδη πολυτελείας. Φέτος τραβήχτηκε πολύ το βιβλίο, πουλήθηκε. γ. για κτ. που το επιθυμεί κάποιος πολύ στις ΦΡ το τραβάει η καρδιά / η όρεξή μου: Έπινε όσο το τραβούσε η καρδιά του. το τραβάει ο οργανισμός του, το θέλει, το επιζητεί: Tο τραβάει ο οργανισμός του το ξύλο. ~ έναν ύπνο*. || (χυδ.) Tραβάω μαλακία*.

[μσν. τραβώ < τραβίζω (μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τραβισ-) < ταυρίζω με μετάθ. του [r] < ταύρ(ος) -ίζω `σέρνω με δύναμη (όπως ο ταύρος)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες