Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραβεστί
1 εγγραφή
τραβεστί ο [travestí] Ο (άκλ.) : παθητικός ομοφυλόφιλος που ντύνεται και συμπεριφέρεται σαν γυναίκα.

[λόγ. < γαλλ. travesti]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες