Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρίμηνος
1 item total
τρίμηνος -η -ο [tríminos] Ε5 : 1α. που διαρκεί τρεις μήνες: Παίρνω τρίμηνη άδεια / παράταση / αναβολή. β. (ως ουσ.) το τρίμηνο, χρονικό διάστημα τριών μηνών: Tα δίδακτρα της χρονιάς τα πληρώνω κάθε τρίμηνο. || διαίρεση σχολικής χρονιάς: Διδακτική ύλη / βαθμολογία πρώτου / δεύτερου / τρίτου τριμήνου. 2. για κτ. που το κάνουν ή που το εκδίδουν κάθε τρεις μήνες· τριμηνιαίος: Tρίμηνη εξέταση / επιθεώρηση. Tρίμηνη έκδοση.

[λόγ.: 1α: αρχ. τρίμηνος· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. trimestriel (tri- = τρι- 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go