Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρίστας
1 εγγραφή
τουρίστας ο [turístas] Ο3 θηλ. τουρίστρια [turístria] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει για τουρισμό, για λόγους ψυχαγωγίας: Ξένος / Έλληνας / ντόπιος ~. Aύξηση στις αφίξεις των τουριστών.

[ιταλ. turista < γαλλ. tourist < αγγλ. tourist· λόγ. τουρίσ(τας) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες