Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουλούμι
3 εγγραφές [1 - 3]
τουλούμι το [tulúmi] Ο44 : ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα. ΦΡ βρέχει με το ~ / πέφτει νερό με το ~, βρέχει ραγδαία. κάνω κπ. ~ στο ξύλο, τον δέρνω άγρια.

[τουρκ. tulum ]

τουλουμιάζω [tulumnázo] Ρ2.1α μππ. τουλουμιασμένος : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ τουλουμιάζω κπ. (στο ξύλο), τον δέρνω πολύ.

[τουλούμ(ι) -ιάζω]

τουλουμίσιος -α -ο [tulumísxos] Ε4 : που τον διατηρούν ή και τον ετοιμάζουν σε τουλούμι: Tουλουμίσιο τυρί, τουλουμοτύρι. Tουλουμίσιες ελιές.

[τουλούμ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες