Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τοτέμ
2 items total [1 - 2]
τοτέμ το [totém] Ο (άκλ.) : ζώο, φυτό και σπανιότερα αντικείμενο ή φυσι κό φαινόμενο από το οποίο πιστεύουν ότι κατάγονται τα μέλη μιας φυλής ή μιας πατριάς και που το λατρεύουν ως προστάτη τους.

[λόγ. < γαλλ. totem < αγγλ. totem (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]

τοτεμισμός ο [totemizmós] Ο17 : 1. η πίστη σε τοτέμ και το σύνολο των δοξασιών και των εθίμων που έχουν σχέση με αυτά: Ο ~ αποτελεί μια πρωτόγονη μορφή θρησκείας. 2. κοινωνική διαίρεση και οργάνωση που στηρίζεται στην ύπαρξη των τοτέμ.

[λόγ. < αγγλ. totemism (ή μέσω του γαλλ. totemisme) (-ism, -isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go