Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοποτηρητής
1 εγγραφή
τοποτηρητής ο [topotiritís] Ο7 : α. (εκκλ.) κληρικός που ασκεί τα καθήκοντα επισκόπου σε έδρα που χηρεύει. β. αντικαταστάτης στην άσκηση μιας κοσμικής εξουσίας: Ο ~ του θρόνου. || (μειωτ.) αντιπρόσωπος: ~ ξένης δύναμης σε μια χώρα, αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ξένης δύναμης, συνήθ. εις βάρος της χώρας στην οποία δρα.

[λόγ. < μσν. τοποτηρητής < ελνστ. τοποτηρη- (τοποτηρῶ) `επιβλέπω έναν τόπο΄ -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες