Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπάζι
1 εγγραφή
τοπάζι το [topázi] Ο44 : διαφανής πολύτιμος λίθος που έχει συνήθ. κίτρινο χρώμα.

[ελνστ. τοπάζιον υποκορ. του τόπαζος (ανατολ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες