Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιτίζης
1 εγγραφή
τιτίζης ο [titízis] Ο11 θηλ. τιτίζα [titíza] Ο25α : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά λεπτολόγος.

[τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες