Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τηλε- [tile] & τηλέ- [tilé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τηλ- [til], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [e] ή σε παλαιότε ρη σύνθεση από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. 1. με την έννοια μακριά, από απόσταση: τηλεπικοινωνία, τηλέφωνο· ~φω νώ· ~κατευθυνόμενος, τηλεπικοινωνιακός· τηλαυγής. || (επιστ.): τηλαισθησία, ~κινησία, ~πάθεια· σε επιστημονικά ή γενικά ειδικής χρήσεως όργανα: τηλέγραφος, ~θερμόμετρο, τηλέμετρο, ~ταχύμετρο, τηλέτυπο. 2. με αναφορά σε ό,τι έχει σχέση με την τηλεόραση: ~θεατής, ~παρουσιαστής· ~σινεμά, ~ταινία.
[λόγ. < διεθ. tel(e)- < λατ. tel(e)- < αρχ. α' συνθ. τηλ(ε)- < επίρρ. τῆλε `σε απόσταση, μακριά΄ (αρχ. όν. Τηλε-βόας `που η φω νή του φτάνει μακριά΄, τηλε-κλειτοί `με απλωμένη φήμη΄): τηλε-σκόπιο < νλατ. telescopium, τηλέ-φωνο < αγγλ. telephone, τηλε-κινησία < γαλλ. télékinésie, τηλε-πάθεια < αγγλ. telepathy & μτφρδ.: τηλε-όραση < γαλλ. télévision, τηλε-διάσκεψη < αγγλ. teleconference, τηλε-φακός < γερμ. Teleobjektiv]