Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεοπτικός
1 εγγραφή
τηλεοπτικός -ή -ό [tileoptikós] Ε1 : 1. που είναι κατάλληλος για τη λειτουργία της τηλεόρασης: ~ πομπός / δέκτης / σταθμός. Tηλεοπτικό κανά λι / στούντιο. 2. που μεταδίδεται από την τηλεόραση ή που γίνεται μέσο τη λεοράσεως: Tηλεοπτική εκπομπή. Tηλεοπτική σειρά, σίριαλ. Tηλεοπτικό πρόγραμμα / δελτίο ειδήσεων. Tηλεοπτική κάλυψη ενός γεγονότος. || Tηλεοπτική δημοσιογραφία. 3. για πρόσωπο που συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με την τηλεόραση: ~ ηθοποιός. Tηλεοπτικό κοινό. τηλεοπτικά ΕΠIΡΡ: Ο ποδοσφαιρικός αγώνας θα μεταδοθεί ~.

[λόγ. τηλε- + οπτ- (θ. συγγ. του όψις) -ικός (σύγκρ. τηλοψία) μτφρδ. αγγλ. television- ή γαλλ. télévisuel (télé- = τηλε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες