Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τηλεματική
1 item total
τηλεματική η [tilematikí] Ο29 : η συνδυασμένη χρήση των υπηρεσιών της ηλεκτρονικής και των τηλεπικοινωνιών.

[λόγ. < αγγλ. telematics σύντμ. των tele(communications) = τηλε(πικοινωνίες) + (infor)matics `πληροφορική΄ (-ics = -ική)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go