Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζιτζί
5 εγγραφές [1 - 5]
τζιτζί το [dzidzí] Ο43 (χωρίς γεν.) : (οικ.) για κπ. ή για κτ. πολύ όμορφο, περιποιημένο κτλ.: ~ το έκανε το σπίτι / το αυτοκίνητο. Ήρθε μια κοπέλα, ~!, κούκλα.

[τουρκ. cici `όμορφο΄ (λ. νηπιακή)]

τζίτζικας ο [dzídzikas] Ο5 & τζιτζίκι το [dzidzíi] Ο44 : έντομο αρκετά μεγάλο που τρέφεται από χυμούς δέντρων· το αρσενικό έχει κάτω από τα φτερά του ένα ηχητικό όργανο που παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο: Ο ~ και το μυρμήγκι είναι ένας από τους πιο γνωστούς διδακτικούς μύθους. ΦΡ έξω σκάει κι ο ~, κάνει υπερβολική ζέστη. ΠAΡ ~ ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, άρχισαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, δηλαδή ήρθε το καλοκαίρι.

[αρχ. τέττιξ, αιτ. -ιγα, -ικα (ηχομιμ.) με επίδρ. του ήχου τζι τζι· τζίτζικ(ας) -ι]

τζιτζιφιά η [dzidzifxá] Ο24 : δέντρο του οποίου ο καρπός είναι το τζίτζιφο.

[τζίτζιφ(ο) -ιά]

τζιτζιφιόγκος ο [dzidzifxóŋgos] Ο18 : (παρωχ., μειωτ.) νεαρός που δίνει υπερβολική σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση.

[τζιτζί + φιόγκος]

τζίτζιφο το [dzídzifo] Ο41 : ο καρπός της τζιτζιφιάς, που έχει κοκκινωπό χρώμα, στυφή γεύση και μέγεθος μικρής ελιάς.

[ελνστ. ζίζυφον με τροπή [z > dz] ή διατήρηση της αρχ. προφ. [dz] (δες στο ?)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες