Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τζιριτζάντζουλα η [dziridzándzula] Ο27α : 1α. (οικ., συνήθ. πληθ.) άσκοποι ελιγμοί, στριφογυρίσματα: Έκανε τζιριτζάντζουλες με το αυτοκίνητο. β. περίτεχνος και κακόγουστος τρόπος γραφής ενός γράμματος ή ενός αριθμού. 2. καμώματα, κόλπα: Άσε τις τζιριτζάντζουλες.
[ίσως βεν. zir(o) `γύρος΄ + zirandola `παιδικός μύλος από χαρτί, ανεμοδούρα΄]



