Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τζιζ [dzíz] (άκλ.) : (παιδ.) στην επιφωνηματική έκφραση κάνει ~!, καίει και με επέκταση για κτ. που είναι επικίνδυνο.
[ηχομιμ. ή < τουρκ. ciz (λ. νηπιακή)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ηχομιμ. ή < τουρκ. ciz (λ. νηπιακή)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |