Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζεντελμαν
1 εγγραφή
τζέντελμαν ο [dzéndelman] Ο (άκλ.) : (προφ.) τζέντλεμαν.

[< τζέντλεμαν με μετάθ. του [l] για αποφυγή συμπλ. τριών συμφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες