Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζαμπατζής
1 εγγραφή
τζαμπατζής ο [dzabadzís] Ο8 θηλ. τζαμπατζού [dzabadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που συστηματικά προσπαθεί να αποκτήσει κτ. χωρίς να πληρώσει. || (ειδικότ.) αυτός που παρακολουθεί μια παράσταση χωρίς εισιτήριο.

[τουρκ. cabacι `παράσιτος΄ -ς· τζαμπατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες