Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνοκράτης
1 εγγραφή
τεχνοκράτης ο [texnokrátis] Ο10 θηλ. τεχνοκράτισσα [texnokrátisa] Ο27 : πολιτικός ή ανώτερο κρατικό στέλεχος, ειδικός σε τεχνικά θέματα: Tα βασικά υπουργεία τα κατέχουν τεχνοκράτες. || (μειωτ.) τεχνικός που δίνει προτεραιότητα στη λύση του τεχνικού μέρους ενός προβλήματος σε βάρος της κοινωνικής και ανθρωπιστικής πλευράς.

[λόγ. < αγγλ. techno crat < techno- = τεχνο- + -crat = -κράτης· λόγ. τεχνοκράτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες