Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τετράμηνος
1 item total
τετράμηνος -η -ο [tetráminos] Ε5 : που διαρκεί τέσσερις μήνες: Tετράμηνη απουσία. || (ως ουσ.) το τετράμηνο, χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.

[λόγ. < αρχ. τετράμηνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go