Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τενεκές
1 εγγραφή
τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés] Ο13 : 1α. (οικ.) λευκοσίδηρος. || (μειωτ.) για μέταλλο φτηνό, κακής ποιότητας. β. δοχείο κατασκευασμέ νο από τενεκέ, με ορισμένη συνήθ. χωρητικότητα: ~ για πετρέλαιο / για λάδι. || το περιεχόμενο ενός τενεκέ: Aγόρασα έναν τενεκέ λάδι / τυρί. γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια· τενεκές των σκουπιδιών, σκουπιδοντενεκές. 2. (μτφ.) άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα· ΣYN ΦΡ ~ ξεγάνωτος. τενεκεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. teneke -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες