Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελείωση
1 εγγραφή
τελείωση η [telíosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του τελειώνομαι: H ηθική ~ του ανθρώπου, τελειοποίηση.

[λόγ. < αρχ. τελείω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες