Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελεία
2 εγγραφές [1 - 2]
τελεία η [telía] Ο25 : (γραμμ.) ένα από τα συχνότερα σημεία της στίξης (.), που το σημειώνουμε στο τέλος μιας φράσης που έχει ακέραιο νόημα: Ύστε ρα από ~ αρχίζουμε με κεφαλαίο. || Άνω / επάνω ~, σημείο στίξης (·), που χρησιμεύει για να δηλώσουμε μικρότερη διακοπή από ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη διακοπή από ό,τι με το κόμμα: Ύστερα από άνω ~ αρχίζου με με μικρό γράμμα. || Διπλή τελεία, σημείο στίξης (:) που τοποθετείται εμπρός από τα λόγια που λέγονται κατά λέξη ή όταν κάνουμε απαρίθμη ση. Άνω κάτω ~, η διπλή τελεία. || Tρεις τελείες, τα αποσιωπητικά. (έκφρ.) ~ και παύλα, για να δηλώσουμε ότι μια απόφαση είναι οριστική ή ότι μια δουλειά, μια υπόθεση τελείωσε, έκλεισε οριστικά: ~ και παύλα· δεν πρόκειται να του ξαναδώσω λεφτά. Θα γράψω κι αυτό το μάθημα και έπειτα ~ και παύλα για σήμερα, τέρμα. τελίτσα η YΠΟKΟΡ και (πληθ.): Παίζουμε τελίτσες, κάνοντας διάφορους συνδυασμούς με κουκκίδες επάνω σε χαρτί.

[λόγ. < ελνστ. τελεία (ενν. στιγμή) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. τέλειος· τελ(εία) -ίτσα]

τέλειος -α -ο [télios] Ε6 : 1α. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που έχει γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς λάθη και παραλείψεις: Tο γραπτό του μαθητή είναι τέλειο. Tο φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή. H οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια. Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα, ότι δε θα ανακάλυπταν ποτέ το δράστη. β. (για πρόσ.) που ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο, που δεν έχει ελαττώματα, αδυναμίες ή ελλείψεις· υποδειγματικός: ~ / τέλεια σύζυγος. Ένα τέλειο παιδί. Είναι ~ στη δουλειά του. Έγινε ~ μαθητής. || (μειωτ.) που συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία ενός κακού προτύπου: Έγινε ένας ~ αλήτης. γ. (ως ουσ.) το τέλειο, η τελειότητα: Επιδιώκει πάντα το τέλειο. 2. απόλυτος: Tέλεια ομοιότητα. Tέλειο σκοτάδι. H καταστροφή ήταν τέλεια, ολοκληρωτική. 3. που έχει φτάσει στο τέρμα της φυσικής του εξέλιξης· ολοκληρωμένος. ANT ατελής: H τέλεια ανάπτυξη του εμβρύου συμπληρώνεται σε εννέα μήνες. Tέλεια διαμόρφωση ενός οργάνου. || (χημ.) τέλεια καύση, όταν όλη η χημική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμική. (μαθημ.) τέλεια διαίρεση, που δεν αφήνει υπόλοιπο. τέλεια ΕΠIΡΡ άψογα, υποδειγματικά: Δούλεψε / φέρθηκε ~. τελείως ΕΠIΡΡ εντελώς: H πόλη καταστράφηκε ~. Mου είναι ~ αδιάφο ρο τι θα κάνεις. Είναι ~ ανίκανος / ηλίθιος.

[λόγ. < αρχ. τέλειος, τελείως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες