Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τείχισμα
1 εγγραφή
τείχισμα το [tíxizma] Ο49 : οχύρωμα και ειδικότερα το κύριο τμήμα του τείχους.

[λόγ. < αρχ. τείχισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες