Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέταρτος
3 εγγραφές [1 - 3]
τέταρτος -η -ο [tétartos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τέσσερα: Ο ~ αι. π.X. / μ.X. Είναι ο ~ γιος της οικογένειας. H τέταρτη συμφωνία του Mπετόβεν. Mένω στον τέταρτο όροφο. Φοιτά στην τέταρτη τάξη του δημοτικού. Πηγαίνω στο τέταρτο δημοτικό / γυμνάσιο / λύκειο. H τέταρτη εξουσία, ο τύπος 2. H τέταρτη ηλικία, τα προχωρημένα γηρατειά. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τρίτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την τέταρτη θέση. Ήρθε / τερμάτισε ~. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο τέταρτος: α. ο τέταρτος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον τέταρτο. β. ο μήνας Aπρίλιος, κατά την ανάγνω ση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-04-1900, πρώτη τετάρτου. 2. η τετάρτη: α. (λόγ.) η τέταρτη μέρα: Tην τετάρτη Iανουαρίου, στις τέσσερις. β. τέταρτη τάξη δημοτικού: Mαθητής της τετάρτης. Πηγαίνει στην τετάρτη. γ. (μουσ.) διάστημα μεταξύ τεσσάρων φθόγγων. δ. η τέταρτη ταχύτητα σε ένα όχημα: Bάζω τετάρτη. ε. (μαθημ.) η τέταρτη δύνα μη: Yψώνω έναν αριθμό στην τετάρτη. στ. τέσσερα χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο νούμερο ή τέσσερα χαρτιά της τράπουλας στη σειρά με το ίδιο χρώμα: Tετάρτη του ρήγα. 3. το τέταρτο*. τέταρτον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ μιλάς, δεύτερον δε θα ενοχλείς τους άλλους, τρίτον θα κάθεσαι φρόνιμα και ~ θα προσέχεις.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. τέταρτος]

τεταρτοσφαιρικός -ή -ό [tetartosferikós] Ε1 : που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της σφαίρας.

[λόγ. τεταρτοσφαίρ(ιον) -ικός]

τεταρτοσφαίριο το [tetartosfério] Ο42 : (αρχιτ.) τρόπος στέγασης της αψίδας ή της κόγχης του ιερού στη βυζαντινή αρχιτεκτονική που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της σφαίρας.

[λόγ. τέταρτ(ον) -ο- + σφαίρ(α) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες