Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τέρπω
1 item total
τέρπω [térpo] -ομαι Ρ4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προκαλώ ευχαρίστηση κυρίως αισθητική: Mε τέρπει η μουσική / η θέα του ωραίου. Tέρπονται οι αισθήσεις.

[λόγ. < αρχ. τέρπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go