Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνδικος
1 εγγραφή
σύνδικος ο [sínδikos] Ο19 θηλ. σύνδικος [sínδikos] Ο36 : (νομ.) εκπρόσω πος μιας εταιρείας, ενός σωματείου κτλ. σε δικαστικές υποθέσεις. || ~ πτω χεύσεως, επίτροπος που διορίζει το δικαστήριο και στον οποίο αναθέτει τη διαχείρηση της περιουσίας ατόμου ή εταιρείας που πτώχευσε.

[λόγ. < αρχ. σύνδικος `συνήγορος΄ σημδ. γαλλ. syndic `υπεύθυνος σωματείου΄ < λατ. syndicus `συνήγορος΄ < αρχ. σύνδικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες