Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμφυτος
1 εγγραφή
σύμφυτος -η -ο [símfitos] Ε5 : 1.(για αφηρ. ουσ.) α. που υπάρχει ή δημιουργείται μαζί με κτ. άλλο: Ο χώρος και ο χρόνος είναι στοιχεία σύμφυτα με τη λειτουργία της συνείδησης. β. που υπάρχει εκ φύσεως· έμφυτος: H επιθυμία για γνώση είναι σύμφυτη στον άνθρωπο. || Είναι σύμφυ το στον άνθρωπο να… 2. συμφυής1: Σύμφυτοι βλαστοί.

[λόγ. < αρχ. σύμφυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες