Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σόρτς
1 εγγραφή
σορτς το [sórts] Ο (άκλ.) : κοντό παντελονάκι που φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών: Aθλητικό ~. σορτσάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. shorts]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες