Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σωφροσύνη
1 item total
σωφροσύνη η [sofrosíni] Ο30 : η ιδιότητα του σώφρονα· σύνεση: Σε δύσκολες ώρες του έθνους η ηγεσία πολιτεύτηκε με ~. Άνθρωπος που διακρίνεται για τη ~ του. H ~ και η σύνεση που επέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποσόβησε τον κίνδυνο.

[λόγ. < αρχ. σωφροσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go