Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχοίνος
1 εγγραφή
σχοίνος ο [sxínos] Ο18 : (βοτ.) 1. υδροχαρές ποώδες φυτό που έχει μακρούς, εύκαμπτους και αιχμηρούς βλαστούς αντί για φύλλα· βούρλο. 2. ο βλαστός του παραπάνω φυτού.

[λόγ. < αρχ. σχοῖνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες