Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφυρηλατώ
1 εγγραφή
σφυρηλατώ [sfirilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κατεργάζομαι, με το χέρι ή με μηχανή, ένα κομμάτι ελατού μετάλλου με σφύρα: Σφυρηλατημένο σίδερο. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και σκληρές δοκιμασίες: Άρρηκτοι δεσμοί έχουν σφυρηλατηθεί ανάμεσα στους λαούς. β. διαμορφώνω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου ύστερα από επίπονη διαδικασία άσκησης: H νεολαία σφυρηλατείται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες.

[λόγ.: 1: ελνστ. σφυρηλατῶ· 2: σημδ. γαλλ. forger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες