Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφραγίζω
1 εγγραφή
σφραγίζω [sfrajízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.αποτυπώνω τα σύμβολα μιας σφραγίδας σε έγγραφο ή σε άλλο αντικείμενο, για να εξασφαλίσω τη γνησιότητα ή την κυριότητά του: ~ τη βεβαίωση / το διαβατήριο. ~ τα βιβλία μιας δημόσιας βιβλιοθήκης. 2α. ως εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας, κλείνω ένα χώρο βάζοντας στην είσοδό του δικαστική σφραγίδα, ώστε να μην είναι δυνατή η παραβίασή του: Έγινε κατάσχεση του εμπορεύματος και σφραγίστηκε το κατάστημα από το δικαστικό κλητήρα. β. κλείνω καλά κτ. με ή χωρίς σφραγίδα, για να εξασφαλίσω το απόρρητο του περιεχομένου του: Tα θέματα των εξετάσεων βρίσκονται σε σφραγισμένο φάκελο. Ο μειοδοτικός διαγωνισμός θα γίνει με σφραγισμένες προσφορές, σε σφραγισμένο φάκελο. 3. κλείνω κτ. ερμητικά: Kρασί σε σφραγισμένο μπουκάλι, και με τη σφραγίδα της εταιρείας. ~ το κουτί με την κολόνια. Οι κονσέρβες σφραγίζονται. ΦΡ ~ το στόμα μου, αρνούμαι να μιλήσω ή να φάω. ~ τα αυτιά μου, αρνούμαι να ακούσω οτιδήποτε. 4. ~ ένα δόντι, γεμίζω με το κατάλληλο υλικό την τρύπα ενός χαλασμένου δοντιού: Πρέπει να σφραγίσω τα δόντια μου, να μου τα σφραγίσει ο οδοντίατρος. Έχω ένα σφραγισμένο δόντι. II. (μτφ.) α. επηρεάζω καθοριστικά το χαρακτήρα ή την εξέλιξη κάποιου: H ζωή της σφραγίστηκε από την παρουσία του μεγάλου δασκάλου της. Tα γεγονότα της παιδικής ηλικίας μάς σφραγίζουν. β. επισφραγίζω: Mακροχρόνιος έρωτας που σφραγίστηκε με το γάμο.

[λόγ.: Ι1: αρχ. σφραγίζω· I2β, 3: σημδ. γαλλ.: sceller· I2α: σημδ. γαλλ.: apposer les scellés· I4: σημδ. γαλλ.: plomber (από το μόλυβδο που χρησιμοποιόταν σε σφραγίδες)· ΙΙα: σημδ. γαλλ. marquer d΄un sceau· IIβ: κατά το ελνστ. ἐπισφραγίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες