Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαγέας
1 εγγραφή
σφαγέας ο [sfajéas] Ο21 : 1.αυτός που δουλεύει σε σφαγείο, που ασχολείται με το σφάξιμο των ζώων. 2. αυτός που θανατώνει ανθρώπους με σφαγή ή γενικά που προκαλεί τον άγριο και συνήθ. τον ομαδικό θάνατο ανθρώπων: Οι ναζί ήταν οι σφαγείς εκατομμυρίων αθώων.

[λόγ. < αρχ. σφαγεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες