Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συσσωρευτής
1 item total
συσσωρευτής ο [sisoreftís] Ο7 : (ηλεκτρολ.) συσκευή που αποθηκεύει ενέργεια την οποία αποδίδει σε έναν επιθυμητό χρόνο: Hλεκτρικός ~, μπαταρία. Θερμικός ~, θερμοσυσσωρευτής.

[λόγ. συσσωρεύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. accumulateur & αγγλ. accumulator]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go