Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συσπειρώνω
1 εγγραφή
συσπειρώνω [sispiróno] -ομαι Ρ1 : 1.(λόγ.) τυλίγω κτ. σπειροειδώς. 2. συγκεντρώνω και συνδέω στενά μια πολυπληθή συνήθ. ομάδα ατόμων γύρω από ένα πραγματικό ή ιδεατό κέντρο, για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού: Mετά την Άλωση ο ελληνισμός συσπειρώθηκε γύρω από την Εκκλησία. H κυβέρνηση με την πολιτική της συσπείρωσε εναντίον της όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. H οικογένεια, όταν είναι συσπειρωμένη, αντιμετωπίζει καλύτερα τα μεγάλα προβλήματα.

[λόγ. < ελνστ. συσπειρ(ῶ) -ώνω (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες