Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνωστισμός
1 εγγραφή
συνωστισμός ο [sinostizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνωστίζομαι. α. το στρίμωγμα πολλών ανθρώπων σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο: Tις παραμονές της πρωτοχρονιάς προκαλείται μεγάλος ~ στα εμπορικά καταστήματα. β. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων που συνωστίζονται: Xαθήκαμε μέσα στο συνωστισμό. Aποφεύγω το συνωστισμό.

[λόγ. συνωστισ- (συνωστίζομαι) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες