Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεπάγεται
1 εγγραφή
συνεπάγεται [sinepájete] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : κτ. έχει ως αποτέλεσμα, ως λογική συνέπεια κτ. άλλο: H κατασκευή ενός τόσο μεγάλου έργου ~ τεράστια έξοδα. || (λογ.) όταν μια πρόταση α έχει ως λογική ακολουθία μιαν άλλη πρόταση β, λέμε ότι η α συνεπάγεται τη β, δηλαδή ότι αποτελεί το λόγο της β. (στα μαθηματικά και στη λογική το «συνεπάγεται» συμβολίζεται με ένα βέλος ό).

[λόγ. γ' εν. < ελνστ. συνεπάγομαι `παίρνω μαζί μου΄ (αρχ. συνεπάγω `συνοδηγώ εναντίον΄) σημδ. γαλλ. entraîner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες