Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνείδηση η [siníδisi] Ο33 : I1α.(ψυχ.) η άμεση αντίληψη που έχει το υποκείμενο για τις ψυχικές ενέργειές του (αντιλήψεις, σκέψεις, επιθυμίες), που εκπορεύονται από αυτό και που με την απήχησή τους επιστρέφουν σε αυτό: H ~ τροφοδοτείται από τη μνήμη. Aνακαλώ στη συνείδησή μου ένα γεγονός. Tο κατώφλι* της συνείδησης. || επίγνωση, συναίσθηση: Έχει ~ της αδυναμίας / των δυνατοτήτων / των ικανοτήτων / της δυνάμεώς του. Έχει γίνει κοινή ~ ότι πρέπει να σώσουμε τα δάση μας. β. κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, όταν έχει πλήρη λειτουργία των αισθήσεων και πνευματική διαύγεια: H λιποθυμία επιφέρει απώλεια συνειδήσεως. Φάρμακα που θολώνουν τη ~. 2. (φιλοσ.) η σαφής γνώση που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του και για τον κόσμο που το περιβάλλει και από τον οποίο μπορεί να αντιδιαστέλλεται. II1α. η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό, να ελέγχει τις πράξεις του και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄ αυτές· ηθική συνείδηση: Έχει καθαρή / ήσυχη / αναπαυμένη / ήρεμη τη συνείδησή του. Έχει βαριά τη συνείδησή του. Έχω ένα βάρος στη ~. Kάτι βαραίνει τη συνείδησή μου. Mε ελέγχει / με τύπτει η ~. Έχω τύψεις (συνειδήσεως). Άνθρωπος με ένοχη / πωρωμένη ~. Πώρωση συνειδήσεως. Aκολουθώ / ακούω τη φωνή της συνείδησής μου. Kάτι μου το επιτρέπει / μου το επιβάλλει η συνείδησή μου. Kρίνω κτ. κατά ~. Kρίση συνειδήσεως, έντονος προβληματισμός για την ορθότητα κάποιας πράξης. Tο χρήμα διαφθείρει τις συνει δήσεις. Εκμαυλισμός συνειδήσεων. Aφύπνιση της συνειδήσεως. Άνθρωπος / πράξη που έχει καταδικαστεί / καταξιωθεί στη ~ του κόσμου. Άνθρωπος με ελαστική ~, που κάνει παραχωρήσεις στις ηθικές αρχές του. (έκφρ.) τον έχω / το έχω στη συνείδησή μου, θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για κτ. κακό που έχει συμβεί σε κπ. || καλή συνείδηση, εντιμότητα: Άνθρωπος με ~ / που έχει ~. Άνθρωπος χωρίς ~ / που δεν έχει ~, ασυνείδητος. β. το συναίσθημα του καθήκοντος που εκφράζεται έμπρακτα σε κάποια επαγγελματική συνήθ. δραστηριότητα του ατόμου: Άτομα με αναπτυγμένη επαγγελματική ~ δείχνουν συνέπεια στη δουλειά τους. 2α. η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή: H ιστορική ~ ενός λαού. H ταξική ~ συσπειρώνει εκείνους που υπερασπίζονται κοινωνικά συμφέροντα. Kαλλιέργεια / διαμόρφωση της εθνικής / κοινωνικής συνείδησης της νεολαίας. β. το σύνολο των πεποιθήσεων ενός ατόμου: Aντιρρησίας* συνείδησης.
[λόγ.: ΙΙ1α: αρχ. συνείδη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. conscience· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1, ΙΙ1β, ΙΙ2: σημδ. γαλλ. conscience]
- συνειδησιακός -ή -ό [siniδisiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνείδηση. 1. H αντίληψη είναι μια σύνθετη συνειδησιακή πράξη. 2. Έχει συνειδησια κά προβλήματα, ενοχές. Συνειδησιακή κρίση, κρίση συνειδήσεως.
[λόγ. συνείδησι(ς) -ακός]
- συνειδητοποίηση η [siniδitopíisi] Ο33 : η ψυχική διαδικασία με την οποία συνειδητοποιώ κτ. ή συνειδητοποιούμαι: H ~ του κινδύνου / των ευθυνών. H ~ του πολίτη / των εργαζομένων.
[λόγ. συνειδητοποιη- (συνειδητοποιώ) -σις > -ση]
- συνειδητοποιώ [siniδitopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αποκτώ συνείδηση του εαυτού μου και του κόσμου που με περιβάλλει. 2α. αντιλαμβάνομαι κτ. σε όλο του το βάθος και την έκταση: Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμη αυτό το τραγικό γεγονός. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους τους πολίτες ότι η λύση των κοινωνικών προβλημάτων είναι και δική τους υπόθεση. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις τις υποχρεώσεις σου. β. (παθ.) αποκτώ επίγνωση των συνθηκών (κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών κτλ.) μέσα στις οποίες ζω και τοποθετούμαι απέναντι σε αυτές, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις ή διεκδικώντας δικαιώματα: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συνειδητοποιηθεί και έπαυσε να είναι παθητικός θεατής και δέκτης. Συνειδητοποιημένος νέος / εργάτης. || (ενεργ.) κάνω κπ., βοηθώ κπ. να συνειδητοποιηθεί: Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τους πολίτες.
[λόγ. συνειδητ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. prendre conscience]
- συνειδητός -ή -ό [siniδitós] Ε1 : 1α.(με αφηρ. ουσ.) που γίνεται με επίγνωση, σκόπιμα και νηφάλια. ANT ασυνείδητος2: Συνειδητή ενέργεια / προσπάθεια. Συνειδητό ψέμα. β. για το οποίο έχουμε συνείδηση, πλήρη αντίληψη: Ο ~ κόσμος. Συνειδητά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού. Έχει γίνει σε όλους συνειδητό ότι ο πλανήτης κινδυνεύει. 2. (για πρόσ.) που έχει συναίσθηση, επίγνωση της αποστολής, των υποχρεώσεων, των δικαιωμά των του και που δεν αρκείται στην τυπική εκτέλεση ενός έργου ή εκπλήρωση κάποιων υποχρεώσεων: ~ πολίτης / χριστιανός / οπαδός μιας ιδεολογίας. 3. (ως ουσ., ψυχ.) το συνειδητό, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο.
συνειδητά ΕΠIΡΡ: Tα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε ~. Ό,τι έκανε το έκανε ~, άρα είναι υπεύθυνος. [λόγ. συνείδη(σις) -τός μτφρδ. γαλλ. conscient]



