Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνάδει
1 εγγραφή
συνάδει [sináδi] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ταιριάζει, συνήθ. σε αρνητική πρόταση. ANT απάδει: H συμπεριφορά του δε ~ προς την ιδιότητα του μαθητή.

[λόγ. < αρχ. συνᾴδει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες