Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπεραίνω
1 εγγραφή
συμπεραίνω [simberéno] -εται Ρ7.2 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : στηρίζομαι σε ένα ή σε περισσότερα δεδομένα για να σχηματίσω μια κρίση, καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα: Aπό τις ενδείξεις που έχω, μπορώ να συμπεράνω ότι θα μας βοηθήσει. Tι συμπεραίνεις από όσα είδες και άκουσες; || (απρόσ.): Aπό τα στοιχεία που έχει η αστυνομία συμπεραίνεται ότι ο δράστης γνώριζε το θύμα.

[λόγ. < αρχ. συμπεραίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες